Μονή Παναγίας Φανερωμένης

Μοναστήρι Παναγίας Φανερωμένης

Το Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης βρίσκεται στην πευκόφυτη περιοχή «Φανερωμένη» του Δήμου Σαλαμίνας.

Στον χώρο αυτόν υπήρχε αρχαίος ναός αφιερωμένος στην Σκυράδα Αθηνά (Βursian).  Πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού φτιάχτηκε ο πρώτος χριστιανικός ναός τον 13ο αιώνα, ο οποίος καταστράφηκε.

Έτσι το 1670 έγινε ανοικοδόμηση του ερειπωμένου ναού από τον Λάμπρο Κανέλλο από τα Μέγαρα, που οραματίστηκε την Παναγία, η οποία  τον προέτρεψε να έρθει στο νησί για αυτό τον σκοπό. Ο Λάμπρος Κανέλλος πήγε στο Μεγάλο Πεύκο και σύμφωνα με την παράδοση πέρασε την θάλασσα πατώντας στην κάπα του. Όταν έφτασε στο νησί, μετά από έρευνα στα ερείπια του ναού βρήκε την εικόνα της Παναγίας και ξεκίνησε την ανοικοδόμηση του. Στην νέα Μονή εδόθη το όνομα «Φανερωμένη» ή «Νεοφανείσα». Έτσι ο άνθρωπος αυτός στη συνέχεια μόνασε και ανέλαβε την ηγουμενία της με το όνομα Λαυρέντιος.  Μετά από μακρά και ευδόκιμη ηγουμενία και με μεγάλες και σημαντικές υπηρεσίες στο Έθνος,  αποχώρησε από τη Μονή και ασκήτεψε σε ένα μικρό και ταπεινό κελί, φτιαγμένο σε απόκρημνο και δυσπρόσιτο ύψωμα του παρακείμενου όρους. Ο Όσιος Λαυρέντιος στις 9 Μαρτίου του 1707 εξεδήμησε προς Κύριον.

Η Μονή είναι ρυθμού: Τρικλίτου βασιλικής μετά τρούλου και πολυτρούλου ή άλλως πεντατρούλου βασιλικής, διότι στις τέσσερεις άκρες της στέγης φέρει ανά ένα πυργοειδή τετράγωνο θολίσκο. Οι πυργίσκοι αυτοί είναι ναϋδόσχημοι, με τρεις κόγχες οι οποίες εσωτερικά είναι ημικυκλικές και εξωτερικά είναι ημιεξάγωνες, όπως σε διάφορους ιερούς ναούς και χρησιμοποιούντο για ασκητήρια ή ησυχαστήρια των μοναχών.

Η αγιογράφηση του καθολικού έγινε το 1735 απ’ τον αγιογράφο Γεώργιο Μάρκου (από το Άργος), και τους μαθητές του, με την τεχνική της νωπογραφίας και περιλαμβάνει 3.500 μορφές.

Στη νότια πλευρά του καθολικού βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Νικολάου όπου είναι τοποθετημένη η Αγία Κάρα του Οσίου Λαυρεντίου. Δίπλα στην κάρα και σε μαρμάρινο προσκυνητάρι βρίσκεται η εικόνα της «Νεοφανείσης».   Επίσης μπροστά στην ωραία πύλη υπάρχει ο Τάφος του Οσίου. Ως μουσείο χρησιμοποιείται ο Ναός των Αγίων Αποστόλων ο οποίος ανιδρύθηκε το 1661. Στο μουσείο φυλάσσονται περίτεχνες λειψανοθήκες με άγια λείψανα, Ιερά Σκεύη , χειρόγραφα στα τουρκικά τουρκοαραβικά και ελληνικά,  φορητές εικόνες,  μανουάλια βυζαντινοαραβικής τεχνοτροπίας, ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι του 1744, όπλα και ξίφη οπλαρχηγών της Επανάστασης του 1821.

Στον αύλειο χώρο της Μονής υπάρχει ο τάφος του οπλαρχηγού και Φρουράρχου  της Ακροπόλεως, Ιωάννη Γκούρα που σκοτώθηκε από  τις επιθέσεις των Τούρκων, προς κατάληψη αυτής, και ο τάφος του Μητροπολίτη Αττικής Μεγαρίδος και Σαλαμίνας, Ιακώβου Βαβανάτσου.

Το μοναστήρι διαθέτει ξενώνα και γυναικείο οίκο ευγηρίας. Στο χώρο του μοναστηριού κτίστηκε το 1979 ο ναός της Αγίας Σοφίας.

Αξιόλογη ήταν η εθνική δράση της Μονής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κατά την Επανάσταση του 1821. Ο ηγούμενος της Γρηγόριος Χατζηθανασίου – Κανέλλος, ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συνετέλεσε ώστε η Σαλαμίνα να βοηθήσει στον ιερό αγώνα για την ελευθερία και οδήγησε ο ίδιος τους οπλοφόρους στην πολιορκία της Ακροκορίνθου. Επίσης κατέστησε τη Σαλαμίνα το 1826 κέντρο Διοικήσεως και στρατόπεδο.

Ήταν κέντρο κατηχήσεως στον Εθνικό Αγώνα, αποθήκη πυρομαχικών και ασφαλές καταφύγιο πολεμιστών. Περιέθαλπε και συντηρούσε τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα και στη Μονή. Συγκέντρωναν πολεμοφόδια για τις εκστρατείες της Ανατολικής Ελλάδος και πραγματοποιούνταν συναντήσεις οπλαρχηγών που συσκέπτονταν για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτήν έστελναν για διάσωση τους θησαυρούς από πολύτιμα κειμήλια και βιβλιοθήκες πολλών Μονών και Κοινοτήτων καθώς και βυζαντινά κειμήλια σταλμένα από τον Εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε’. Σε αυτήν μεταφέρθηκε η βιβλιοθήκη της τότε «Κοινότητος Αθηνών» (1822).

Εκεί μεταφέρονταν πληγωμένοι αγωνιστές για περίθαλψη και θεραπεία. Χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι που εκφράζουν την επιθυμία του Γεωργίου Καραϊσκάκη να μεταφερθεί στη Φανερωμένη για να βρει περίθαλψη και θεραπεία:

«Εγώ κι αν ελαβώθηκα, συντρόφοι, μη λυπάστε,
πάω ταχύ στην Κούλουρη, μεσ’ στη Φανερωμένη,
πούν’ οι βασιλικοί γιατροί να γιάνουν την πληγή μου,
και να κρεμάσω τ’ άρματα επάνω στ’ Άγιο Βήμα,
κι ως τα διαβάσει ο λειτουργός θε να τα βάλω νάρθω.»

Επίσης πρέπει να τονισθεί το γεγονός της ασφάλειας της Μονής, λόγω των προνομίων που είχε μιας και ήταν στη διάθεση και εξουσία του εξοχωτάτου «Καπουντάν» Καπουδάν Πασσά, δίνοντάς του κάθε χρόνο  οικειοθελώς, φόρο δεκάτης για τις κυψέλες που κατείχαν καθώς και μέλι.

Οι οπλαρχηγοί του αγώνα οχυρώνοντας το ακρωτήριο Βούδουρο στα Μέγαρα  και άλλες επίκαιρες θέσεις, κατέστησαν τη Μονή απροσπέλαστη στους εχθρούς και  ποτέ δεν κυριεύτηκε απ’ τους Τούρκους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει στο στόμα του Κιουταχή η δημοτική μας ποίηση:

« Χωριά και κάμποι και βουνά κι όλα τα μοναστήρια εδιάβηκα ,
τα πάτησα και τάκαμα όλα στάχτη,
μα η Παναγιά της Κούλουρης, το Μέγα Μοναστήρι ,
οπούχει εξήντα σήμαντρα κι είκοσι τρεις καμπάνες ,
με δεσποτάδες , ιερείς , με ψάλτες ενενήντα ,
στέκεται και με πολεμά , δεν μ’ αφήνει να την πάρω.
Δεκάξι φόρμους έκανα κι εικοσιεννιά γιουρούσια
μα η φωτιά της μ’ έκαψε , φεύγω και την αφήνω.»

Το 1878, λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου και για λόγους ασφαλείας, ο Πολεμικός Ναύσταθμος εγκαταστάθηκε στον όρμο της Φανερωμένης και λίγα χρόνια μετά, το 1881, μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση.

Το Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης γιορτάζει: 23 Αυγούστου οπότε γίνεται μεγάλο πανηγύρι.

Ηγουμένη της Μονής Παναγίας Φανερωμένης: Παρθενία Κουγιουμτζή

Τηλέφωνο Μονής Φανερωμένης: 2104681861

(Το κείμενο συντάχθηκε από την κα Μαρία Μπούτση)