Φουρίκης Πέτρος (1878 – 1936)

Φιλόλογος – Λαογράφος – Δ/ντής του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών

Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού

PETROS-FOURIKHS-1-8-10-2020.jpg

Ο Πέτρος Φουρίκης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα στις 20 Μαϊου του 1878. Ήταν γιος  του  Πολυχρόνη (Αναγνώστη) Φουρίκη και της Σεμίραμις, το γένος Μαγκούφη – Δημητριάδη.

Το 1884 φοίτησε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο (Καποδιστριακό) και στο ελληνικό μέχρι το 1891.  Από το 1891 έως και το 1895 φοίτησε στο γυμνάσιο του Πειραιά.

Το Σεπτέμβριο του 1895 γράφεται στο φιλολογικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου φοίτησε με διακοπές σε αυτό μέχρι το 1904. Κατά την διάρκεια της φοίτησης του ασχολήθηκε με ιστορικές και αρχαιολογικές μελέτες. Επίσης το 1898 σε ηλικία 20 ετών πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός συνδέσμου με την επωνυμία: «Ο εν Σαλαμίνι Σύνδεσμος Άγιος Λαυρέντιος». Τον Ιούνιο του 1904 έδωσε εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του, με άριστα στα μαθήματα ιστορίας και ιστορία της τέχνης.

Στις 13 Αυγούστου 1904 διορίστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος στο τριτοβάθμιο ελληνικό σχολείο Σαλαμίνας, όπου δίδαξε με ζήλο για δύο χρόνια  και εργάστηκε σκληρά για να συσταθεί αναγνωστήριο, γυμνάσιο, νυχτερινή σχολή και  γυμναστήριο στη Σαλαμίνα.

Οι δραστηριότητες του συνδέσμου και η πολιτιστική πρωτοβουλία του Πέτρου Φουρίκη μέσα απ΄ αυτόν άρχισαν σιγά σιγά να αγγίζουν τον κόσμο και να συσπειρώνει άτομα κάθε ηλικίας και τάξης.

Πρώτα ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο που είχε μικρή βιβλιοθήκη και ήταν στη διάθεση  οποιουδήποτε ήθελε να διαβάσει. Αργότερα εξελίχθηκε σε νυχτερινή σχολή, όπου έδινε τα πρώτα φώτα σε αγράμματους ανεξαρτήτου ηλικίας. Οι παλαιοί αφηγούνται ότι ο Πέτρος Φουρίκης κάθε Κυριακή μετά το τέλος της θείας λειτουργίας περιφερόταν στα καπηλειά της αγοράς και με πειθώ οδηγούσε τους θαμώνες στο σχολείο για να τους διδάξει την αλφαβήτα, ανάγνωση, γραφή και τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. Επίσης λειτούργησε και το πρώτο γυμναστήριο ενόργανης γυμναστικής στο χώρο όπου σήμερα στεγάζεται το κατάστημα «Τζιέρη», στην Ακτή Καραϊσκάκη.  Όργανα του γυμναστηρίου αυτού σώζονται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας του Δήμου Σαλαμίνας.

Η πρωτοποριακή δραστηριότητα του Πέτρου Φουρίκη μέσα από το Σύνδεσμο είχε σημαντικότατα αποτελέσματα και έβλεπε το  όραμά του να γίνεται πραγματικότητα. Κάποιοι «παράγοντες» όμως άρχισαν να τρομοκρατούνται με αυτήν την κίνηση. Δεν ήθελαν με τίποτα οι κάτοικοι του νησιού να «ξυπνήσουν» και να ανατρέψουν την μέχρι τότε κατάσταση που επικρατούσε, δηλαδή, την εκμετάλλευση των πολλών από λίγους ντόπιους «παράγοντες», τοκογλύφους κ. αλ.  Έτσι αντέδρασαν υπονομευτικά σε βάρος του Συνδέσμου και κατάφεραν να διώξουν με δυσμενή μετάθεση τον Πέτρο Φουρίκη για λόγους πολιτικούς όπως γράφει ο ίδιος στο υπόμνημά του από την Σαλαμίνα. Στις 12 Αυγούστου του 1906 μετατίθεται στο Ελληνικό Σχολείο του Μεσοβουνίου όπου παραιτείται το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.

Στις 16 Ιανουαρίου του 1907 διορίζεται διδάσκαλος στο Ελληνικό Σχολείο του Δούκα, αλλά και πάλι δεν αποδέχεται το νέο διορισμό του και παραιτείται.

Η παραίτηση αυτή, πραγματικά τον ωφέλησε στην επιστημονική του εξέλιξη, γιατί ιδιώτευσε επί τρία χρόνια και έτσι είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία, την αρχαιολογία, τη γλωσσολογία και τη λαογραφία. Ασχολήθηκε με πολλές γλωσσικές και λαογραφικές μελέτες. Η νέα αυτή ενασχόληση ήρθε ως βάλσαμο στον πόνο και στην πίκρα που του έδωσαν οι «συμπατριώτες» του.

Τον Οκτώβριο του 1909 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρόλες τις ενασχολήσεις του δεν τον Σεπτέμβριο του 1912 να ζητήσει να λάβει μέρος ως εθελοντής στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στην επιθυμία του αυτή, αντέδρασε η μητέρα του, λόγω των πολλών προβλημάτων της υγείας του.  Τελικά ο Πέτρος φοίτησε κανονικά μέχρι το 1913. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1914 διορίζεται έκτακτος συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας.

Από το 1916 είναι μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας , από το 1917 τακτικός συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και από το 1921 Γραμματέας της Επιστημονικής Εταιρείας.  Τον Απρίλιο του 1921 με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών  διορίζεται μέλος της επιτροπείας των τοπωνυμιών της Ελλάδος. Τον Ιούνιο του 1921 γίνεται Συντάκτης Β΄ τάξεως με βαθμό Τμηματάρχου Β΄ τάξεως.  Τον Ιούλιο  του ίδιου χρόνου γίνεται τακτικό μέλος του «Εν Αθήναις Οδοιπορικού Συνδέσμου». Το Νοέμβριο του 1922 προάγεται στο βαθμό του Τμηματάρχου Α΄ τάξεως. Το Νοέμβριο του 1925 γίνεται τακτικό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Τον Απρίλιο του 1927 έλαβε μέρος  στο Β΄ Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο που έγινε στο Βελιγράδι, όπου έκανε και διπλή ανακοίνωση για ένα βυζαντινό ένδυμα σωζόμενο μέχρι σήμερα στη Σαλαμίνα και για καπιτσάλια και τζιτζάκια.

Μετά από αυτό το συνέδριο, πάσχοντας από σοβαρή πάθηση των νεφρών, πήγε στη Βιέννη για εγχείρηση, η οποία του παρουσίασε επιπλοκές, έπαθε πνευμονία και φλεβίτιδα και αναγκάστηκε να παρατείνει τη διαμονή του εκεί, για πέντε ακόμα μήνες. Παρόλη την κατάσταση της υγείας του, επωφελήθηκε της παραμονής του στη Βιέννη και επισκέφτηκε βιβλιοθήκες, μουσεία και αρχεία όπου βοηθήθηκε στον εμπλουτισμό γνώσεων για τις έρευνές του. Την περίοδο 1921 έως 1927 ήταν  Γραμματέας της Επιστημονικής Εταιρείας και τον Φεβρουάριο του 1928 γίνεται Σύμβουλος και Ταμίας αυτής. Τον ίδιο μήνα με απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του  Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του ανατίθεται μαζί με τον Δ. Μάργαρη η παραλαβή της αγορασθείσης βιβλιοθήκης του καθηγητή Ν. Γ. Πολίτη. Τον ίδιο χρόνο με την διδακτορική του διατριβή,  «Γάμος και γαμήλια σύμβολα παρά τοις Αλβανοφώνοις της Σαλαμίνος», γίνεται διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Το Φεβρουάριο του 1929 γίνεται σύμβουλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.

Το Μάρτιο  του 1929 παραιτείται από τη θέση του Τακτικού Συντάκτη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής γλώσσας και βάζει υποψηφιότητα για γερουσιαστής με το «Κόμμα Φιλελευθέρων» στο συνδυασμό Αττικοβοιωτίας.  Για άλλη μια φορά οι συμπατριώτες του τον τίμησαν «δεόντως» και ήρθε μόλις δωδέκατος στους δεκαπέντε υποψηφίους με μόνο 2.682 ψήφους.

Τον Μάϊο  και τον Σεπτέμβριο του 1929 κάνει αίτηση στην Ακαδημία Αθηνών για να πάρει την κενή θέση του Διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Πράγματι το Δεκέμβριο του 1929 με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων  γίνεται Τακτικός Ταξινόμος του Λαογραφικού Αρχείου με βαθμό Τμηματάρχου Α΄ τάξεως.  Τον Φεβρουάριο του 1930 γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιστημονικής Εταιρείας. Τον ίδιο χρόνο έλαβε μέρος στο Γ΄Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο που έγινα στην Αθήνα και ανακοίνωσε την έρευνα του «Πόθεν το Εθνικόν Αρβανίτης».  Επίσης ίδρυσε Αρχείο Εθνικών Τοπικών και Κυρίων ονομάτων, του οποίου ο καταρτισμός άρχισε από την Ακαδημίας Αθηνών, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.  Τον Ιανουάριο του 1931 κάνει αίτηση προς την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για να πάρει την κενή έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Τον Ιανουάριο του 1932 με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων γίνεται Διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου με βαθμό Διευθυντού Β΄ τάξεως. Τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου επανεκλέγεται μέλος του Δ.Σ (ταμίας) της Επιστημονικής Εταιρείας και τον Νοέμβριο του 1933 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού «Αθηνά». Τον Μάϊο του 1934 προάγεται στο βαθμό του Δ/ντου Α΄ τάξεως του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών.  Το Δεκέμβριο  του 1934 γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Γλωσσικής Εταιρεία. Τον Φεβρουάριο του 1935 εκλέγεται ξανά Τακτικός Σύμβουλος και μέλος εκδόσεως του περιοδικού  «Αθηνά» για το διάστημα 1935 -1938.

Μαζί με τον Πέτρο Φουρίκη και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής όπως: ο Δραγούμης, ο Δυοβουνιώτης, ο Κριαράς, ο Τζάρτζανος, ο Φωκίτης, ο Σωτηρίου και άλλοι πλαισίωναν το Δ. Σ. της Επιστημονικής Εταιρείας.

Δυστυχώς η θητεία του αυτή, έμελλε να μην τελειώσει ποτέ. Ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο  που έπαθε στο γραφείο του, στην Ακαδημία Αθηνών, μόλις έμαθε την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου του Β΄, από τον Κονδύλη, στις 25 Νοεμβρίου 1935, έμεινε για αρκετό καιρό στο κρεβάτι και  κόπηκε το νήμα της ζωής του καθώς και της επιστημονικής του καριέρας.

Ο Πέτρος Φουρίκης πέθανε στις 4 Απριλίου του 1936 στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Στηθοπούλου από την Ζάκυνθο.

Σήμερα το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας του Δήμου Σαλαμίνας φέρει το όνομά του.

(Το κείμενο συντάχθηκε από την κα Μαρία Μπούτση)