Ευριπίδης

Ο Ευριπίδης, ο τελευταίος κατά χρονολογική σειρά από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας, γεννήθηκε στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με το «Πάριο Μάρμαρο», όταν άρχων των Αθηνών ήταν ο Φιλοκράτης, την 73η Ολυμπιάδα – δηλ. το 485 πΧ – ή, σύμφωνα με το ανώνυμο Βίο και το λεξικό Σούδα, όταν άρχων ήταν ο Καλλιάδης, την 75η Ολυμπιάδα, δηλ. το 480 πΧ. Η τελευταία αυτή πληροφορία που έχει την απαρχή της στους αρχαίους χρόνους, συνετέλεσε ώστε να συνδεθεί, σαν σε θρύλο το όνομα και των τριών μεγάλων τραγικών με το λαμπρό πολεμικό κατόρθωμα των Ελλήνων, με τη Ναυμαχία και τη νίκη της Σαλαμίνας: την ημέρα που γεννιόταν ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος πολεμούσε μαζί με τους άλλους Έλληνες οι οποίοι καταναυμαχούσαν τους Πέρσες, ενώ ο Σοφοκλής, έφηβος ακόμη ήταν επικεφαλής του χώρου που έψαλλε τα επινίκια.

Πληροφορίες για τη ζωή του Ευριπίδη μας παραχωρούν, εκτός από το λεξικό Σούδα και τον Ανώνυμο Βίο, που αναφέρθηκαν προηγούμενα και ο Αύλος Γέλλιος, καθώς και ο Περιπατητικός βιογράφος Σάτυρος στο βιβλίο του Βίος Ευριπίδου από το οποίο εκτεταμένα αποσπάσματα διασώθηκαν στους Οξύρρυγχους. Για κανέναν άλλο τραγικό ποιητή δεν διασώθηκαν τόσες πληροφορίες όσες για τον Ευριπίδη, πληροφορίες που, ωστόσο, είναι σε πολλά σημεία αντιφατικές.

Κατά την μακρά ποιητική σταδιοδρομία του ο Ευριπίδης προκάλεσε πολλά μίση και πολλές αντιπάθειες τον συγχρόνων του με το μοναχικό και κλειστό χαρακτήρα του, καθώς και για τις τολμηρές ιδέες του. Αποτελούσε μόνιμο και αδιάλειπτο στόχο των αιχμηρών σκωπτικών βέλων των κωμωδιογράφων, που με τη συστηματική πολεμική τους εναντίον του συνετέλεσαν όχι μόνο στο να διασυρθεί το έργο του, αλλά και στο να σπιλωθεί ο βίος, η καταγωγή, και η οικογενειακή ζωή του. Γι’ αυτό και οι πληροφορίες που διασώθηκαν για τη ζωή του είναι αντικειμενικές σε πολύ μικρό βαθμό, ανακριβείς και συγκεχυμένες. Σε πολλά σημεία δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα.

Ο πατέρας του αναφέρεται άλλοτε ως Μνησαρχίδης (Βίος), άλλοτε ως Μνήσαρχος ή Μνησαρχίδης (λεξικό Σούδας) και ήταν «κάπηλος» (μικροπωλητής, έμπορος), σύμφωνα με τον Ανώνυμο Βίο, αλλά η πληροφορία αυτή δεν είχε διασταυρωθεί από άλλη πηγή. Η μητέρα του λεγόταν Κλειτώ και κατά τους βιογράφους, ήταν λαχανοπώλιδα. Αλλά και αυτή η πληροφορία έχει, χωρίς αμφιβολία, την πηγή της στα σκώμματα των κωμικών ποιητών και ιδιαίτερα του Αριστοφάνη, ο οποίος κάνει επανειλημμένως υπαινιγμούς για την ταπεινή καταγωγή του Ευριπίδη. Όπως αναφέρεται στο λεξικό Σούδα, την ανακρίβεια της πληροφορίας αυτής είχε αποδείξει ο Ατθιδογράφος Φιλόχορος ο οποίος έγγραψε: “ουκ αληθές δε ως λαχανώπολις ήν η μητήρ αυτού.Και γαρ των σφόδρα ευγενών ετύγχανε” .Εξάλλου δύο μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι δεν έχει ταπεινή καταγωγή και ότι, αντίθετα ανήκε σε ευγενή οίκο: κατά των Αθήναιο, ο ποιητής μετείχε στις εορτές του Δηλίου Απόλλωνος, ενώ σύμφωνα με τον Ανώνυμο Βίο – που κατά άλλα περιέχει πολλές αντιφάσεις – διατέλεσε όταν ήταν παιδί «Πυρφόρος του Ζωστηρίου Απόλλωνος».

Φαίνεται ότι οι γονείς του Ευριπίδη είχαν μετοικίσει κάποτε στη Βοιωτία, αλλά επανήλθαν στην Αττική. Ο πατέρας του, όπως και ο ποιητής ανήκε στο Δήμο της Φλείας. Ενδεικτικό για την ευπορία του είναι ότι ο Ευριπίδης ήταν κάτοχος μιας πλουσιότατης βιβλιοθήκης.

Κατά τον Ανώνυμο Βίο, όταν ο πατέρας του έλαβε χρησμό ότι ο γιος του επρόκειτο να νικήσει σε στεφανηφόρους αγώνες, ο Ευριπίδης πηρε μέρος σε αγώνες «Παγκρατίου» και «Πυγμής», στους οποίους και βγήκε νικητής. Στην ίδια πηγή περιέχεται η πληροφορία ότι ασχολούνται με τη ζωγραφική και ότι οι ζωγραφικοί πίνακες του επιδεικνύονταν στα Μέγαρα. Η πληροφορία αυτή μπορεί όμως, να είναι απήχηση του ζωηρού ενδιαφέροντος που έδειχνε ο ποιητής για τη ζωγραφική, όπως φαίνεται σε πολλά σημεία του έργου του.

Όλες οι πληροφορίες των αρχαίων βιογράφων συμπίπτουν σε ότι αφορά τη μόρφωση και την παιδεία του: Ο Ευριπίδης παρακολούθησε μαθήματα του Αναξαγόρα, ήταν μαθητής του φυσικού φιλόσοφου Αρχελάου, του ρήτορα και σοφιστή Προδίκου, καθώς και του Σωκράτη, με τον οποίο συνδέθηκε με πολύ στενή φιλία και οποίος τον επηρέασε στο ηθικό μέρος της Φιλοσοφίας του. Λέγονταν μάλιστα ότι ο Σωκράτης υπήρξε θαυμαστής των τραγωδιών του. Ο Ευριπίδης, ζωηρό και ανήσυχο πνεύμα, με έντονη ανανεωτική διάθεση και αγάπη για το καινούργιο, δεν ήταν δυνατό να μη δεχτεί επίσης στην επίδραση των Φιλοσοφικών αντιλήψεων του Αναξαγόρα και της Σοφιστικής τέχνης του Προδίκου και του Πρωταγόρα, καθώς της Σωκρατικής μεθόδου του ορθολογικού κριτικού ελέγχου. Και οι επιδράσεις αυτές είναι καταφανείς στο έργο του. Χάρη σ ’αυτές κατόρθωσε να συλλάβει πιο ουσιαστικά από κάθε άλλον και να εκφραστεί τον βαθύτερο παλμό και το βαθύτερο πνεύμα της εποχής του. Η άποψη που περιέχεται στο λεξικό Σούδα και σύμφωνα με την οποία «επί τραγωδία ετράπη τον Αναξαγόρα ιδών υποστάντα κινδύνους δι’ άπερ εισήξε δόγματα» κρίνετε ως αφελής, γιατί αγνοεί τα βαθύτερα κίνητρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Αναφέρεται επίσης ότι ο Ευριπίδης, για να αποφεύγει το πλήθος και την οχλαγωγία, αποσυρόταν συχνά όλη την ημέρα σε ένα σπήλαιο στη Σαλαμίνα, όπου μελετούσε και συνέθετε τις τραγωδίες του.

Άρχισε να διαγωνίζεται όταν άρχων ήταν ο Καλλίας, την 81η Ολυμπιάδα, δηλαδή το 455 πΧ και δίδαξε στη σκηνή τη τραγωδία του Πηλιάδες, με την οποία κέρδισε το τρίτο βραβείο. Το πρώτο βραβείο έλαβε – κατά το «Πάριο Μάρμαρο» – το 441. Και σε όλη την πενηντάχρονη ποιητική σταδιοδρομία του δεν κέρδισε παρά μόνο 4 πρώτες νίκες.

Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην οικογενειακή ζωή του ποιητή. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο Βίο, νυμφεύθηκε 2 φορές, η πρώτη σύζυγός του ονομαζόταν Μελιτώ και η δεύτερη Χοιριλή ή Χοιρίνη. Απέκτησε τρία παιδιά, τον Μνήσαρχο, που έγινε έμπορος, Μνησίχολο, που έγινε υποκριτής (ηθοποιός), και τον Ευριπίδη που αναδείχτηκε σε ποιητή και που δίδαξε από τη σκηνή, μετά το θάνατο του πατέρα του, τις τραγωδίες του τελευταίου Ιφιγένεια έν Αυλίδι, Βάκχαι και Αλκμαίων στη Κόρινθο. Έτσι, ο μεγάλος τραγωδός κέρδισε μετά το θάνατο την πέμπτη και τελευταία νίκη του στους δραματικούς αγώνες.

Με τη συμβολή των κωμωδιογράφων δημιουργήθηκε η φήμη ότι η ιδιωτική ζωή του ποιητή ήταν δυστυχισμένη. Λεγόταν ότι Χοιρίλη επέδειξε ακόλαστη διαγωγή, γι’ αυτό και ο Ευριπίδης την έδιωξε και στη συνέχεια συνέθεσε τον πρώτο Ιππόλυτο, στον οποίο επιχειρούσε να καταδείξει την αναισχυντία των γυναικών. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο ποιητής συνέλαβε τη Χοιρίλη να τον απατά με έναν νεαρό οικογενειακό δούλο, τον Κηφισοφώντα. Γι αυτό την εγκατέλειψε παραδίδοντας την στο δούλο. Μνεία για τον Κηφισοφώντα υπάρχει στην κωμωδία του Αριστοφάνη Βάτραχοι, όπου όμως, χωρίς να γίνετε υπαινιγμός για τις συζυγικές ατυχίες του ποιητή, ο Κηφισοφών αναφέρεται ως συγκάτοικος του Ευριπίδη που τον βοηθούσε στη σύνθεση της μουσικής των τραγωδιών του.

Το 408 πΧ, ο Ευριπίδης εγκατέλειψε την Αθήνα, ίσως εξαιτίας της εχθρότητας που του έδειχναν οι Αθηναίοι και των συνεχών ανηλεών σκωμμάτων των κωμωδιογράφων. Στον Ανώνυμο Βίο απαντούν δύο σημεία που αναφέρονται στη εχθρική αυτή στάση :Υπό γαρ Αθηναίων εφθονείτο» και «Επέκειντο δε και οι κωμικοί φθόνω αυτόν διασύροντες». Στην αρχή πήγε στη Μαγνησία όπου τιμήθηκε ως πρόξενος «πρόξενος» και του παραχωρήθηκε ατέλεια, και στη συνέχεια στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχελάου. Προς τιμήν του Μακεδόνα βασιλιά συνέθεσε την τραγωδία Αρχέλαος, η οποία έχει χαθεί. Στη Μακεδονία επίσης συνέθεσε ή συμπλήρωσε την τραγωδία Βάκχαι, την οποία, μετά το θάνατο του, δίδαξε ο ομώνυμος γιος του. Πέθανε και ετάφηκε στη Μακεδονία, τον κατασπάραξαν, σύμφωνα με πληροφορία που περιέχεται στον Ανώνυμο Βίο, οι σκύλοι του βασιλιά Αρχελάου. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η είδηση του θανάτου του προκάλεσε θλίψη στην Αθήνα και ότι ο λαός δάκρυσε όταν ο Σοφοκλής, φορώντας «φαίο Ιμάτιο» σε ένδειξη πένθους εισήγαγε στο θέατρο τον χορό και τους υποκριτές αστεφάνωτους.

Τον ποιητή που μισήθηκε όσο ζούσε, που με τις τραγωδίες του μαστίγωνε τις ατέλειες θεών και ανθρώπων τον τίμησαν οι Αθηναίοι με τον θάνατο του. Κατασκεύασαν κενοτάφιο πάνω στο οποίο χαράχθηκε το εξής επίγραμμα του Θουκυδίδη (ή του μελοποιού Τιμοθέου):

Μνήμα μεν Ελλάς απας’ Ευριπιδου, οστεα δ’ ισχυει / γη Μακεδων, ήπερ δεξατο τερμα βιου, / πατρις δ’ Ελλαδος Ελλας, Αθηναι. Πλειστα δε Μουσας / τερψας εκ πολλων και τον επαινον εχει.