Το Ιερό του Διόνυσου

-του-διονυσου-23-9-2020

Στο  μονοπάτι  που  πάει  προς  το σπήλαιο  του  «ΕΥΡΙΠΙΔΗ», ανακαλύφθηκε το Ιερό  του  Διονύσου,  μετά  από  ανασκαφικές  έρευνες  στην  ευρύτερη  περιοχή  του σπηλαίου που έγιναν το  χρονικό διάστημα  1998 – 2000 από τον αρχαιολόγο Γιάννο Λώλο.

Μετά το θάνατο του τραγικού ποιητή, η πρώτη σοβαρή παρέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο του ησυχαστηρίου του είναι, αναμφίβολα, η ίδρυση του Ιερού του Διονύσου, κάτω ακριβώς από το σπήλαιο, μπροστά από πηγή νερού, στη βάση βραχώδους όγκου.

Πρόκειται για αυτόνομο κτιριακό συγκρότημα της Ελληνιστικής εποχής, κατεστραμμένο από ισχυρότατο σεισμό  (ή σεισμούς ) και μπαζωμένο συστηματικά σε (πρώιμους;) Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους, πιθανότατα κατά τη διάρκεια εκτεταμένων  εργασιών καθαρισμού της περιοχής της πηγής και διαμόρφωσης της ανόδου προς το «επώνυμο» σπήλαιο.

Το Ελληνιστικό συγκρότημα, ιδρυμένο σε έδαφος με έντονη κλίση, φαίνεται να αποτελεί αρχιτεκτονική ενότητα, από δύο βασικά μέρη, περιλαμβάνει:

α) κρηναία εγκατάσταση με ορθογώνια δεξαμενή νερού (στεγανοποιημένη με υδραυλικό   κονίασμα εσωτερικά), που ετροφοδοτείτο, μέσω ενός πήλινου αγωγού, ανοικτού επάνω, από την παρακείμενη φυσική πηγή.

β) ιερό με ορθογώνιο οικίσκο ή ναϊσκο (εσωτ. διαστάσεων 2,50Χ2,40  μ.) και αύλειο λατρευτικό  χώρο  με  κτιστό  θρανίο  σε  σχήμα  Γ,  στεγασμένο  αρχικώς, εν είδει στοάς.

Διαγνωστικά στοιχεία του ιερού είναι δυο μικρά, σχετικώς, λίθινα βάθρα ή βάσεις για την στήριξη πεσσών στηλών ή αγαλμάτων, που βρέθηκαν το ένα στο εσωτερικό του ναΐσκου και το άλλο στο μέσον της βόρειας κτιστής βαθμιδωτής πλευράς του λατρευτικού χώρου.  Στα αριστερά της εισόδου του ναΐσκου υπάρχει ορθογώνια κτιστή τράπεζα, προφανώς για την τοποθέτηση προσφορών.  Συγκριτικά παράλληλα για την αρχιτεκτονική  μορφή του ναΐσκου και του στεγασμένου χώρου με το κτιστό θρανίο αναγνωρίζονται σε μικρά αγροτικά και άλλα ιερά σε Αττικές θέσεις.

Το κτιριακό συγκρότημα σύμφωνα με τις έρευνες πρέπει να κατασκευάστηκε σε πρώιμη φάση ή το αργότερο, στα μέσα του 3ου αιων. π. Χ.  Η κανονική λειτουργία του ιερού δεν φαίνεται να είχε πολύ μεγάλη διάρκεια.  Η καταστροφή του ιερού (πιθανότατα από φυσική αιτία) μπορεί να χρονολογηθεί  εντός του 2ου  αιων. π. Χ. (σε πρώιμη φάση ή γύρω στα μέσα του αιώνα αυτού).

Η κρηναία εγκατάσταση, όμως φαίνεται ότι συνέχισε  να λειτουργεί κανονικά, μετά από απαραίτητες , ενδεχομένως , επισκευές , έως, τουλάχιστον και τον 1ο αιώνα  π. Χ.   Στο διάστημα αυτό, είναι πολύ πιθανόν  να λειτούργησε και ως σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων  με νερό, εάν κρίνουμε από την παρουσία  μεγάλου αριθμού σπασμένων οξυπύθμενων αμφορέων διαφορετικών προελεύσεων,σε δεύτερη χρήση, εδώ, για την μεταφορά  του νερού.  Η καταστροφή της δεξαμενής οφείλεται  σε ισχυρότατο σεισμό που άφησε έντονα τα ίχνη του, στους τοίχους της.

Μετά την καταστροφή της, σε  Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς  χρόνους «μπαζώθηκε»,όπως και ο γύρω χώρος της, στο πλαίσιο, ίσως, εργασιών διαμόρφωσης  της πορείας προς το σπήλαιο  του Ευριπίδη.  Όπως προκύπτει από τη μελέτη και ερμηνεία των κινητών ευρημάτων και των άλλων στοιχείων, που σημειώθηκαν στους χώρους  του Ελληνιστικού συγκροτήματος, το ιερό,  ευρισκόμενο «υπό την σκιάν» του σπηλαίου, ήταν  προορισμένο  για την λατρεία Διονύσου, με παράλληλη, πιθανότατα, απόδοση τιμών στον ποιητή  των «Βακχών», σε εποχή κατά την οποίαν  ο Ευριπίδης  είχε επάξια κερδίσει, πια, την μεταθανάτια  αναγνώριση και δόξα.

Από τα πολυάριθμα κινητά ευρήματα που απέδωσε η ανασκαφική έρευνα του συγκροτήματος βρέθηκαν δύο έργα της Ελληνιστικής πλαστικής, από μάρμαρο, του τέλους του 3ου  ή του 2ου αιων. π .Χ.  Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό  με την αισθητή παρουσία κανθάρων στο λατρευτικό χώρο, τεκμηριώνουν τον Διονυσιακό χαρακτήρα του ιερού.  Αυτά είναι:

1) Ένας μαρμάρινος φαλλός, μήκους 13,5 εκ. από την Ελληνιστική επίχωση στον λατρευτικό χώρο, σε άκρως ρεαλιστική απόδοση, διαφοροποιείται  εντυπωσιακά από τους συνήθεις  αυτοτελείς φαλλούς, σχηματικού τύπου, με συμβολικό περιεχόμενο.  Από ορισμένα μορφολογικά στοιχεία στη βάση του, προκύπτει ότι ο φαλλός, από το ιερό, θα ήταν ένθετος σε άγαλμα  ή ερμαϊκή στήλη.  Αν δεχτούμε ότι αποτελούσε  μέρος αγάλματος, θα πρέπει να φανταστούμε Σάτυρο ή Πάνα. Αφιερώματα του είδους αυτού, από διάφορα υλικά, συνηθίζονται στα Διονυσιακά ιερά, εφόσον  ο φαλλός, σύμβολο γονιμικό και αποτροπαϊκό, με ευεργετική και προστατευτική δύναμη, αποτελεί  βασικό στοιχείο της λατρείας, που δοξάζεται, με την περιφορά του, στις τυπικές Διονυσιακές γιορτές.

2) Το δεξιό χέρι αγάλματος, ελαφρώς λυγισμένο, σε μέγεθος  μικρότερο του φυσικού, που κρατάει κάνθαρο. Στα μικρότερα κινητά ευρήματα από την ανασκαφή, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, συγκαταλέγονται: θραύσμα μικρού μαρμάρινου αγγείου (ίσως πυξίδας), χάλκινη κεφαλή υδρόβιου πτηνού (πάπιας), και πήλινο  πλακίδιο με ανάγλυφη  μορφή  βρέφους σε κλίνη.

Ο κύριος όγκος της κεραμικής που προήλθε από την ανασκαφή του συγκροτήματος του Ελληνιστικού Ιερού αποτελείται από όστρακα οξυπύθμενων  αμφορέων,λεκανών και άλλων χρηστικών  αγγείων, καθώς και μεγάλος αριθμός πήλινων κυψελών μελισσοκομίας. Το εντυπωσιακό αυτό σύνολο συνιστά την αρχαιολογική επιβεβαίωση του επιθέτου “μελισσοτρόφος”,που χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης σε ένα στίχο του στις Τρωάδες (στίχ. 798-799), για την πατρίδα του, τη Σαλαμίνα. Ανάμεσα στο πλήθος των θραυσμάτων, τέσσερα (4) δισκοειδή καλύμματα ιερών(;) κυψελών, που βρέθηκαν όλα στο λατρευτικό χώρο, φέρουν έντυπο μετάλλιο με το γράμμα “Ε” στο κέντρο. Το μεγάλο ανάγλυφο “Ε”, εν είδει  εμβλήματος, παραμένει αινιγματικό. Υποβάλλει, όμως, την ιδέα του αρχικού του ονόματος του τραγικού ποιητή. Πήλινοι μελαμβαφείς κάνθαροι από το λατρευτικό χώρο του ιερού, ανάμεσά τους και ένας, γνωστού τύπου, με μικρές, ανάγλυφες, θεατρικές μάσκες στις λαβές του, του 200 π.Χ. περίπου

Τα νομισματικά ευρήματα, τέλος,  από διάφορα σημεία της ανασκαφής προσφέρουν πολύτιμα χρονολογικά  στοιχεία για την ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο. Συνδυάζονται, μάλιστα, πολύ ικανοποιητικά  με τις χρονολογήσεις που προέκυψαν από την ταύτιση των ενσφράγιστων  λαβών αμφορέων: Από τα τέσσερα νομίσματα της ανασκαφής, παλαιότερο (το πρώτο) είναι ένα χάλκινο Αθηναϊκό, σε κυκλοφορία κατά τον προχωρημένο  3ο αι. π.Χ. και νεώτερο (το τέταρτο) ένα υπόχαλκο δηνάριο του Ρωμαίου Υπάτου C. Mamilius Limetanus, του 82 με 81 π.Χ.

Τα ευρήματα από το Ιερό του Διονύσου βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας.

(Το κείμενο συντάχθηκε από την κα Μαρία Μπούτση)

-23-9-2020-2