Η ανασκαφή του «Σπηλαίου του Ευριπίδη» στην περιοχή Περιστέρια Σαλαμίνας πραγματοποιήθηκε από τον αναπληρωτή καθηγητή Προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Γιάννο Γ. Λώλο. Οι ανασκαφικές έρευνες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1994 – 1997 με τη συμμετοχή αρχαιολόγων, σπηλαιολόγων και φοιτητών αρχαιολογίας.
Στο μονοπάτι που πάει προς το σπήλαιο, ανακαλύφθηκε το ιερό του Διονύσου, μετά από ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του σπηλαίου που έγιναν το χρονικό διάστημα 1998 – 2000.
Οι ανασκαφικές αυτές έρευνες ενισχύθηκαν οικονομικά από διάφορους φορείς καθώς και από το Δήμο Σαλαμίνας.
Το σπήλαιο βρίσκεται κοντά στον Όρμο Περιστέρια, ένα από τα καλλίτερα αγκυροβόλια, στο νοτιότερο σημείο της Σαλαμίνας. Εντελώς αθέατο από την ακτή, έχει στενότατη είσοδο, ευρισκόμενη στην απότομη πλευρά ενός επιβλητικού ασβεστολιθικού όγκου, σε υψόμετρο 115 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το φυσικό βραχώδες άνδηρο (πλάτωμα) της εισόδου του, λουσμένο στο φως, σε ένα επίπεδο κυριολεκτικά «μεταξύ ουρανού και γης», προσφέρει εκπληκτική θέα προς την θαλάσσια έκταση του Σαρωνικού, με την τοπιογραφία της Αίγινας, της χερσονήσου των Μεθάνων και της Τροιζήνος.
Το σπήλαιο έχει συνολικό μήκος (47) μέτρων περίπου και περιλαμβάνει (10) θαλάμους. Το εσωτερικό του, χωρισμένο από ένα σταλαγμιτικό παραπέτασμα σε δύο μέρη, ένας κατασκότεινος λαβύρινθος από μικρούς θαλάμους με χαμηλή οροφή, διαδρόμους, σύριγγες και άπειρες κόγχες. Με την ιδιάζουσα μορφολογία και ατμόσφαιρά του, ζωντανεύει την περιγραφή του σπηλαίου του μεγάλου τραγικού στη Σαλαμίνα από τον Ρωμαίο Aulus Gellius: «δυσάρεστο και τρομακτικό».
Από την έρευνα και τα ευρήματα, αποδείχτηκε η λειτουργία του σπηλαίου κατά την διάρκεια (6) διαφορετικών περιόδων της Ελληνικής Προϊστορίας και ιστορίας, συγκεκριμένα: κατά την Νεότερη και Τεική Νεολιθική, την Ύστερη Μυκηναϊκή, την Κλασική, την Ελληνιστική και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή και κατά την Φραγκοκρατία.
Από τα ευρήματα δεν έλειψαν και τα αντικείμενα ιδιαίτερης αξίας όπως ένα κοντό μυκηναϊκό ξίφος από χαλκό, καθώς κοσμήματα και νομίσματα της Ελληνορωμαϊκής και της Φραγκοκρατίας, ένας πολυτελής σκύφος με ανάγλυφες Διονυσιακές σκηνές, που χρονολογείται στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή, επίσης ευρήματα νεολιθικής εποχής όπως κομμάτια αγγείων διαφόρων σχημάτων και πέτρινα εργαλεία από (πυριτόλιθο και οψιδιανό λίθο) που προμηθεύονταν από την Μήλο. Με τις ανασκαφές του 1996 βρέθηκε μελαμβαθής σκύφος, του 5ου αι. π.Χ., μερικώς σωζόμενος με το όνομα του Ευριπίδη στην εξωτερική πλευρά του. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε και για λατρευτικούς σκοπούς.
Αναφορές για το σπήλαιο, όπου ο Ευριπίδης αποσυρόταν για να γράφει τα έργα του, υπάρχουν σε κείμενα (4) αρχαίων συγγραφέων:
- Σε έργο του Φιλοχόρου, συστηματικού και αξιόπιστου ιστορικού του πρώϊμου 3ου αιώνα π.Χ.
- Σε έργο του Σάτυρου, Έλληνα συγγραφέα που έζησε στην Οξύρυγχο της Άνω Αιγύπτου κατά τον 3ο ή 2ο αιώνα. π.Χ.
- Σε βιογραφικό κείμενο της ύστερης Ελληνικής Αρχαιότητας, με τον τίτλο Γένος Ευριπίδου και Βίος, ανωνύμου συντάκτη.
- Σε κεφάλαιο του βιβλίου Noctes Atticae (Αττικές Νύκτες) του Aulus Gellius, Ρωμαίου συγγραφέα των μέσων του 2ου αιώνα, μ.Χ., ο οποίος μάλιστα περιγράφει το σπήλαιο και δηλώνει ότι το επισκέφτηκε, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα.
Τα ευρήματα καθώς και όλες οι παραπάνω αναφορές που περιγράφουν το σπήλαιο του Ευριπίδη, ανταποκρίνονται και ταιριάζουν ακριβώς με το συγκεκριμένο σπήλαιο της Σαλαμίνας. Έτσι μας επιτρέπουν την ασφαλή ταύτιση του χώρου με το περίφημο σπήλαιο – ησυχαστήριο του μεγάλου τραγικού Ευριπίδη στη Σαλαμίνα.
Τα ευρήματα του σπηλαίου βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας.
(Το κείμενο συντάχθηκε από την κα Μαρία Μπούτση)