Η Πόλη της Αρχαίας Σαλαμίνας
Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν δύο πόλεις στο νησί της Σαλαμίνας, την Αρχαία και την Ομηρική Σαλαμίνα. Η τελευταία βρισκόταν στη Νότια πλευρά του νησιού και ήταν “νοτίως τετραμμένην προς Αίγιναν” όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Η αρχαία πόλη ήταν στη χερσονοειδή περιφέρεια που σήμερα ονομάζεται Κυνόσουρα και στην αμέσως μικρότερη χερσόνησο όπου σήμερα βρίσκεται το Καματερό και μέρος του Αμπελακίου. Η κυρίως πόλη βρισκόταν στην πλευρά του Αμπελακίου και διέθετε ερείπια περιβόλου, τειχών και οικοδομημάτων αρχαίων τα οποία σχετίζονται με τα “αγοράς ερείπια”, το “Αιάντειον”, το “Τέμενος Αίαντος”, το “Ιερόν Ασκληπιού”, τον “Βωμόν των δώδεκα Θεών”, τον ανδριάντα του Σόλωνος και της Δημοκρατίας, τη Στοά την Εξέδρα, το Γυμνάσιος, τα Ιερά του Ερμού και του Διονύσου, όπου εκεί εκτελούνταν οι ιστορικές “Έρμαιαι και Διονύσου Εορταί”. Επίσης υπήρχαν ακόμη το τρόπαιο της Αρτέμιδος και του Δία, των Μοιρών, θέατρο και ισχυρό λιμάνι με ναυπηγικές εγκαταστάσεις το οποίο είναι εμφανέστατο μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα κτίρια τα περιγράφει στο βιβλίο του “Αττικά” (35, 36) ο μεγάλος γεωγράφος της αρχαιότητας Παυσανίας.
Η αρχαία αυτή πόλη θεωρείται ότι συνοικίστηκε μετά την προσάρτηση του νησιού στο Κράτος των Αθηνών, ή ότι ο από τότε κάποιος οικισμός που πιθανώς προϋπήρχε εκεί, αναπτύχθηκε σε πόλη, στην πόλη που κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. μνημονεύεται ως Κόλουρις και ταυτίζεται με την πόλη της Σαλαμίνας των ιστορικών χρόνων.
Υστεροελλαδικά ευρήματα υπάρχουν στη θέση “Καμίνια”, στον απέναντι από την Πούντα βραχίονα του όρμου του Αμπελακίου, στη βάση του ακρωτηρίου της Κυνόσουρας, τα οποία ευρήματα σχετίζονται με κάποιο οικισμό που λανθάνει στα Σελήνια. Μετά την κατάκτηση του νησιού από την εγκατάσταση Αθηναίων Δημοτών και Αθηναϊκής Διοίκησης, ο όρμος του Αμπελακίου με τη μικρή κοιλάδα του και την επαφή με το λιμάνι του Πειραιά έδωσε τη δυνατότητα να εγκατασταθεί εκεί το δημιουργούμενο αστικό κέντρο όλου του νησιού και να σχηματισθεί εκεί η ξακουστή πόλη του Χρυσού αιώνα του Περικλή (5ος π.Χ.) και ο όρμος αυτός να γίνει λιμάνι επικοινωνίας, εμπορικός σταθμός και ανταλλαγής αγαθών. Επιβεβαίωση της ακμής της πόλης αποτελούν και τα ευρήματα της ανασκαφής που διενήργησε το 1918 ο Αντώνιος Κεραμόπουλος. Αποκαλύφθηκαν μέρος του τείχου της πόλης με πέντε πύλες, βάθρα ανασθημάτων, θραύσματα αναθηματικών αγγείων κ.α.
Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. περίπου η Αθήνα απέκτησε το δικαίωμα να έχει δικό της νόμισμα. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία του νησιο, αν και στηριζόταν στα αγροτικά προϊόντα, εξελίχθηκε σε εμπορευματική και δεν θα πρέπει να ελεγχόταν αυστηρά από την Αθηναϊκή Οικονομική Διοίκησςη. Όμως από το 318π.Χ. και μετά, όταν οι κάτοικοι του Νησιού με αρχηγό τον Αισχητάδη αποστάτησαν από την επικυριαρχία των Αθηνών και προσχώρησαν στον Κάσσανδρο ακολούθησε μια περίοδος περιπετειών. Πριν από το έτος 307π.Χ. οι Αθηναίοι πήραν με τη βοήθεια του Δημητρίου του Πολιορκητή τη Σαλαμίνα και εκδικήθηκαν με σκληρότητα τους ντόπιους διώχνοντάς τους και εγκαθιστώντας εκεί Αθηναίους κληρούχους. Ο Αισχητάδης καταδικάστηκε σε θάνατο. Η Σαλαμίνα επανέκτησε την ανεξαρτησία της όταν πλέον βρέθηκε κάτω από την προστασία των Μακεδόνων. Η περίοδος αυτή της ανεξαρτησίας κράτησε 60 χρόνια και παραχωρήθηκε και πάλι στους Αθηναίους (περίοδος Αχαϊκής Συμπολιτείας). Όμως ο Άρατος, επέτρεψε στα στρατεύματα του να λεηλατήσουν το νησί χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Η Σαλαμίνα των Ελληνιστικών πλέον χρόνων παρουσιάζεται ως αυτόνομος Δήμος, με δικαίωμα να κόβει νομίσματα μέχρι και τους Ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, στην ουσία όμως τελούσε κάτω από την άμεση εξάρτηση της Αθήνας. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν την Αρχαία πόλη σημαντικό εμπορικό σταθμό και τούτο φαίνεται από την επιμονή που έδειχναν στο να διατηρήσουν τα δικαιώματα στις προσόδους του Νησιού. Περισσότερο όμως εμφανής είναι η εξάρτηση της Σαλαμίνας από την Αθήνα και στους Σαλαμίνιους, αλλά που περιλάμβανε και συμμετοχή Αθηναίων εφήβων ένοπλων στο εσωτερικό του νησιού.
Το τυπικό της γιορτής περιλάμβανε πριν από τον πλου προς το τέμενος του Αίαντος, ανάπλου με δύο δίκροτα πλοία μέχρι το τρόποιο που ίδρυσε ο Θεμιστοκλής στην άκρη της Κυνοσούρας. Εκεί προσέφεραν θυσία στον τρόπαιο Δία και μετά κατευθύνονταν στο λιμάνι της Αρχαίας Σαλαμίνας όπου γίνοταν συναγωνισμός των πλοίων. Εκεί αποβιβάζονταν, τελούσαν πομπή και θυσία προς τιμή των μεγάλων Θεών και τέλος οι έφηβοι ένοπλοι επισκέπτονταν την ύπαιθρο του νησιού. Η αρχή της γιορτής των Αιαντείων πιθανότατα πραγματοποιήθηκε μετά τους χρόνους της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Σχετική με τη γιορτή αυτή είναι και η ψηφισματική στήλη του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στο Μούλκι, μεταφερόμενη εκεί κατά τους νεότερους χρόνους, με την επιγραφή δυστυχώς φθαρμένη αλλά με ανάγλυφη παράσταση του Αίαντα και της νύμφης Σαλαμίνας. Ο Αίαντας εικονίζεται να στεφανώνει άντρα, πιθανότατα κοσμητή εφήβων.
Επιγραφές μας πληροφορούν ότι τα τείχη της Σαλαμίνας επισκευάστηκαν μεταξύ των ετών 307 π.Χ. και 304 π.Χ. Επίσης γύρω στο 130 π.Χ. οικοδομήθηκε ένας από τους τοίχους της Στοάς, επισκευάστηκαν τα ιερά και επικοσμήθηκαν διάφορες θέσεις της πόλης.
Υπολείμματα Μακεδονικού Καμαρωτού Τάφου μαρτυρούνται ανατολικά της Παναγίας του Αμπελακίου δτα δεξιά του δρόμου. Εκεί παρατηρήθηκαν τάφος γεμάτος από απανθρακωμένα ανθρώπινα οστά. Η συσσώρευση αυτή των απανθρακωμένων ανθρώπινων οστών μαρτυρεί ενταφιασμό λειψάνων, ύστερα από πολεμική ενέργεια ή επιδημία και σίγουρα φανερώνει μια οδυνηρή περιπέτεια για τους κατοίκους της Σαλαμίνας των Ελληνιστικών χρόνων.
Τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους έρχεται ο Παυσανίας να επισκευτεί την Αρχαία πόλη της Σαλαμίνας, να ικανοποιήσει τη φιλοπεριέργειά του και να μας καταγράψει όλα αυτά τα ερείπια τα οποία συνιστούσαν την ακμή της πόλης των ιστορικών χρόνων. Ο Παυσανίας βρήκε την πόλη ερειπωμένη. Σε αυτό συνέβαλε ο υποβιβασμός της Αθήνας ως πολιτικού και οικονομικού κέντρου με αποτέλεσμα η Αθήνα να μη μπορεί να διατηρήσει τη ρυθμιστική της επιρροή στην παραγωγή των πρωτογενών αγροτικών αγαθών στους γύρω Δήμους της.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι κάτοικοι της Αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τα ενδότερα του Νησιού. Έτσι πολλοί από αυτούς κατοίκησαν στην αθέατη από τη θάλασσα πλευρά για λόγους ασφαλείας του προφήτου Ηλία στη σημερινή πόλη της Σαλαμίνας και πήραν μαζί τους και το τοπωνύμιο Κόλουρις το οποίο σήμερα έχει εξελιχθεί σε Κούλουρη. Κατοίκησαν επίσης και την εύφορη κοιλάδα του Μουλκίου και της Κακή Βίγλας.
Το προβληματικό ερείπιο της Φραγκοκλησσιάς (Αγίας Τριάδος 65 στο Αμπελάκι) αποτελεί λείψανο πιθανότατα Ρωμαϊκών χρόνων, με ένα λίθινο κίονα όρθιο στην αυλή μιας σύγχρονης κατοικίας και δύο Ιωνικά κιονόκρανα στο χώρο του, των οποίων η τύχη αγνοείται.
Από όλα όσα αναφέραμε γίνεται κατανοητό ότι η αρχαία πόλη της Σαλαμίνας αποτελούσε έναν από τους πλέον σημαντικούς οικονομικούς και εμπορικούς σταθμούς της αρχαιότητας και διαδραμάτιζε ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Ανασκαφές που τακτικά εκτελεί η Β’ Εφορεία Αρχαιοτήτων υπό την επίβλεψη της Εφόρου Αρχαιοτήτων κας Ιφιγένειας Δεκουλάκου φέρνουν στο φως σημαντικές αρχαιότητες. Ένα από τα τελευταία ευρήματα είναι ένα ψηφιδωτό της Δρυίδος, καθώς επίσης και λείψανα οικιών που διατηρούνται σε πολλή καλή κατάσταση, με εσωτερικές αυλές, πηγάδια και λουτρικές εγκαταστάσεις. Οι τάφοι είναι κυρίως λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι και σπάνια κεραμοσκεπείς.
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως τα ευρήματα θα είναι ανεξάντλητα και θα δώσουν την πρέπουσα θέση προβολής της Αρχαίας Σαλαμίνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δ.Ι. Πάλλα, “Αρχαιολογικό Δελτίο”, 1987
2. Β. Κανάκη – Α. Κανάκη, “Γνωριμία με τη Σαλαμίνα μας”
3. Γεωργίου Θ. Παναγόπουλου, “Η Σαλαμίνα στην Αρχαιότητα, ο Τόπος και οι άνθρωποι”, Σαλαμίνα 1984
4. Κ. Ι. Βαγιόπουλου, “Σαλαμίνα”, έκδοση στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Γυμνασίου Αμπελακίων 1995
5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Β’